- κροκόεν
- κροκόειςsaffron colouredmasc voc sgκροκόειςsaffron colouredneut nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κροκόεις — κροκόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ό κροκόεις ή τὸ κροκόεν ένδυμα βαμμένο με κρόκο («ὃς ἐμὲ κροκόεν τόδ ἐνέδυσεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα (ο)εις (πρβλ. αστερ… … Dictionary of Greek
хрен — род. п. а, также старый хрен, презрительно, о старике; укр. хрiн, сербск. цслав. хрѣнъ, болг. хрян(ът), сербохорв. хре̏н, род. п. хрѐна, словен. hrèn, род. п. hrena, др. чеш. chřěn, чеш. křen, слвц. chren, польск. chrzan, в. луж. khrěn, н.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера